- σύγχρους
- -ουν και -οος, -οον, Α1. αυτός που έχει το ίδιο χρώμα με κάποιον άλλο2. αυτός που συγχρωτίζεται, που συναναστρέφεται κάποιον.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + -χρους /-χροος (< χρώς, χρωτός «χρώμα»), πρβλ. κατά-χρους].
Dictionary of Greek. 2013.